Η Δεξαμενή -Στέρνα- Στον οικισμό κοντά στον Άγιο Γιάννη τον Κορακά

Το νερό αποτελεί το αρχέγονο και συνάμα το σημαντικότερο στοιχείο δημιουργίας της ίδιας της ζωής.  Η έλλειψη του δημιουργεί πάντοτε προβλήματα ύπαρξης. Το ορεινό και πετρώδες της Ελλάδας δυναμώνουν το από την αρχαιότητα συντηρούμενο αυτό πρόβλημα και πάντοτε η παρουσία του έπαιζε καθοριστικό ρόλο παράλληλα με το αγνάντι, δηλαδή τη θέα, και τα δένδρα, στην εκλογή μιας θέσης για την ανέγερση ναού, μοναστηριού ή ακόμη περισσότερο κάποιου οικισμού. Με τον τρόπο αυτό για τους Έλληνες ο τόπος, ο χώρος γίνεται το μέσο με το οποίο απλώνει τον ψυχικό του κόσμο και ταυτόχρονα συνδέει τα αισθήματά του με τις δοξασίες του, τις μνήμες του.

Όταν οι τοπικές μορφολογικές συνθήκες το επέτρεπαν επέλεγαν την κατάλληλη τοποθεσία για την εξόρυξη ενός πηγαδιού. Ούτω η ορθή εκλογή της θέσης είχε μεγάλη σημασία για τη διαρκή παρουσία άφθονου και υγιεινού νερού. Το πόσο μεγάλη σημασία απέδιδε ο λαός στη διαδικασία αυτή, αποδεικνύεται από τις καταγραφές οδηγιών για τον ασφαλή εντοπισμό νερού ακόμα και τρόπου εξόρυξης πηγαδιού σε ιατροσοφικούς κώδικες[1]. Η μορφολογία του εδάφους έκανε κατά κανόνα φανερή την παρουσία κάποιας μικρής ή μεγάλης υπόγειας φλέβας νερού όπως  κοντινός ποταμός, χαντάκια, γύρω λόφοι, ή τα ριζά του κοντινού βουνού. Η εξόρυξη όμως του πηγαδιού ήταν μια πολύ επικίνδυνη και εξοντωτική δουλειά. Ο κίνδυνος κατάρρευσης των τοιχωμάτων κατά το σκάψιμο του ήταν πάντοτε υπαρκτός. Αλλά και αργότερα κατά τη διαδικασία του κτισίματός των πλευρών του η επικινδυνότητα εξακολουθούσε να είναι μεγάλη. Αλλά για τα πηγάδια, τον τρόπο εκσκαφής των, και τους θρύλους τους στη Μάνδρα και γενικότερα,  θα μιλήσουμε μιαν άλλη φορά. Εκείνο που πρέπει όμως να σημειώσουμε είναι ότι το αρχαιότερο πηγάδι που έχει παγκόσμια βρεθεί, πιστεύεται ότι βρίσκεται στην Κύπρο.

            Όμως κάποτε οι τοπικές συνθήκες, όπως προστασία, ειδικότερα στα νησιά από πειρατές,  επιβάλλουν τη δημιουργία οικισμών σε θέσεις όπου είναι αδύνατη η παρουσία και εύρεση πηγής φυσικού νερού. Στην περίπτωση αυτή η επιτακτική ανάγκη για νερό οδήγησε τους κατοίκους των στη δημιουργία λαξευτών κατά κανόνα δεξαμενών ούτως ώστε να συλλέξουν τα ελεύθερα ρέοντα ελεύθερα. Οι στέρνες, είναι το αποτέλεσμα αυτής της συνεχούς αγωνίας των κατοίκων που για επιβίωση καταφεύγουν στο σκάλισμα, στο πελέκημα του βράχου. Τελικός στόχος η δημιουργία ενός χώρου ικανού να αποθηκεύσει σημαντική ποσότητα νερού, κατά κανόνα εκμεταλλευόμενοι τις φυσικές απορροές των όμβριων υδάτων[2], κάποτε διαμορφώνοντας και διευρύνοντας συγκεκριμένες θέσεις στους βράχους (αναβρυτσάδες) όπου μαζευόταν και διατηρούνταν για μικρό χρονικό διάστημα το νερό της βροχής και κυλούσε αργότερα. Εκεί  κοντά κατασκεύαζαν στέρνες όπου περισυνέλεγαν το νερό. Στις περισσότερες περιπτώσεις τα όρια της στέρνας υπογραμμίζονται από ένα χαμηλό τοίχο – περίβολο με μικρές διαστάσεις ενώ το άνοιγμά της καλύπτεται με ξύλινο συνήθως καπάκι. Σε όχι λίγες περιπτώσεις η συλλογή των όμβριων υδάτων επιτυγχάνονταν  επίσης με την ειδική διαμόρφωση στις γειτονικές στέγες αλλά και τις προτεταμένες σε μορφή υδρορροής επικλινείς στέγες των κτηρίων, όπως λ.χ. στη Μονεμβασιά όπου συναντάμε και συστήματα καθαρισμού του νερού για την μετατροπή του σε πόσιμο, ή και τη διαμόρφωση των στεγών για συγκέντρωση των καταχυμάτων, στην καστροπολιτεία του Μυστρά. Βεβαίως ακόμα και όταν μεγάλωναν οι ανάγκες μιας πόλης σε νερό, τότε η ίδια η πολιτεία δημιουργούσε μεγάλες κτιστές δεξαμενές, τις γνωστές ως κινστέρνες για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν αυτές τις αυξημένες ανάγκες, που ήταν ταυτόχρονα απαραίτητες και σε περιπτώσεις εχθρικής πολιορκίας της.  

Μάλιστα θα λέγαμε ότι οι δεξαμενές μπορούν να χωριστούν σε δυο κατηγορίες. Τις ιδιωτικές και τις δημόσιες ή κοινόχρηστες. Οι ιδιωτικές χρησιμοποιούνται από τους ιδιοκτήτες κατασκευαστές ή και τους κοντινούς τους γείτονες άλλοτε κατασκευασμένες σε ιδιωτικό χώρο, άλλοτε στα κοινά όρια των ομόρων ιδιοκτησιών όπως λ.χ. στη νήσο Μήλο ή την Κίμωλο και σε άλλα Κυκλαδονήσια. Οι κοινόχρηστες στέρνες, αποτελούν μέρος δημιουργίας ενός δημόσιου συστήματος ύδρευσης και κατασκευάζονται μετά από απόφαση του Κοινού του νησιού όπως λ.χ. στα Επτάνησα επί της Αγγλοκρατίας ή λ.χ. στη νήσο Φολέγανδρο ακόμα και σήμερα. Αναγείρονται σε κοινοτικούς χώρους κατά μήκος των δρόμων του νησιού και συγκεντρώνουν με ειδικές διαμορφώσεις τα ρέοντα ελεύθερα όμβρια ύδατα κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Αυτές τις ποσότητες την περίοδο του καλοκαιριού που η ζήτηση αυξάνει σημαντικά τις μεταφέρουν οι αγωγιάτες και τις διαμοιράζουν σε ανάλογες ποσότητες στους επαγγελματικούς χώρους του νησιού.  Παρατηρούμε ότι τελικά το ανθρωπογενώς κατασκευασμένο περιβάλλον, εναρμονίζεται πλήρως με το φυσικό περιβάλλον σε τέτοιο βαθμό που μοιάζει να αποτελεί επέκταση και μέρος του.

Με απλές στέρνες ή και κινστέρνες όπως τις ονόμαζαν οι βυζαντινοί, μεγαλύτερου ή μικρότερου μεγέθους, με θόλους ή και με ενδιάμεσους στύλους ανάλογα με τις υπάρχουσες ανάγκες, την αναγκαία παροχή, αλλά και τον διατιθέμενο χώρο εξυπηρετούνταν μοναστήρια, όπως αναφέρουν και τα διάφορα τυπικά των μοναστηριών «..επεί δε κινστέρναν εντός του περιβόλου της μονής συστήσασθαι κατηρξάμεθα..Χρη ούν εσαεί πεπληρωμένην είναι την κινστέρναν του ύδατος, περισκεπτομένην εγχορηγίω ορόφω και κεραμίσιν δια την του ηλίου και των ρυπασμάτων αντίφραξιν,..» σύμφωνα με το Τυπικόν της μονής της Κοσμοσωτείρας. Το αυτό συναντάμε γενικότερα σε οικισμούς στους οποίους ήταν δύσκολη ή και αδύνατη η εξυπηρέτηση με πηγαίο νερό τουλάχιστον για τις τρέχουσες ανάγκες των κατοίκων, αλλά και του ποτίσματος των ζώων. Το νερό οδηγείτο σε αυτές είτε με ειδικούς προς τούτο αγωγούς, είτε με κτιστά αυλάκια. Σημαντικές δεξαμενές-κινστέρνες στην περιοχή της Μάνδρας, συναντάμε στη μονή του Οσίου Μελετίου, στην Αγία Αικατερίνη που λέγεται ότι ήταν κρυφό σχολειό και που σήμερα έχει μετατραπεί σε εκκλησία, στην μονή της Αγίας Τριάδος στο Μυρίνι[3] κ.α..

Στην περιοχή του Κορακά βρίσκεται  το μικρομονάστηρο του Αγίου Ιωάννη[4] στο οποίο είχα αναφερθεί από το έτος 1997 στο συνέδριο Ιστορίας και Λαογραφίας της Αττικής που έγινε στην Ελευσίνα και του οποίου το κεντρικό τμήμα είχα χρονικά τοποθετήσει, τουλάχιστον κατά την αρχική του φάση, στον 13ο-14ο αι. Ήδη μετά από ενέργειες της Μητροπόλεως Μεγαρίδος, του εκκλησιαστικού συμβουλίου και με επιστασία της Α΄ Εφορίας Βυζαντινών Μνημείων άρχισαν εργασίες αποκατάστασης στο εσωτερικό του και συντήρησης των τοιχογραφιών του. Κατά τις εργασίες αποκαλύφθηκε στο χώρο του ιερού, κάτω από τις νεώτερες του 18ου αι. τοιχογραφίες, παλαιότερο στρώμα που μπορεί να τοποθετηθεί σύμφωνα και με την αποκαλυφθείσα τοιχοποιία του στον 13ο -14ο  περίπου, αιώνα, χρονολόγηση που συμφωνεί με την από παλιά υπόθεση μου.

Παράλληλα κοντά στο χώρο της μονής είχα από τότε επισημάνει ότι σώζονται τα ερείπια μιας σειράς από οικήματα που φαίνεται ότι αποτελούσαν μέρος οικισμού το πιθανότερο[5], μεσαιωνικού και ανήκουν μάλλον στους χρόνους της δεύτερης ανάπτυξης του μοναστηριού. Μεταξύ της μονής και του οικισμού συναντάται μικρό ορθογωνικό πεζούλι το οποίο καλύπτεται σήμερα με σκέπασμα από λαμαρίνα. Το σκέπασμα καλύπτει το πέτρινο στόμιο θαυμάσιας φυαλόσχημης στέρνας  με διαστάσεις ύψους 6.90μ. και διαμέτρου στη βάση περίπου 9.00μ.  Τα τοιχώματα της στέρνας εσωτερικά είναι καλυμμένα με υδραυλική κονία από κουρασάνι, τριμμένο κεραμίδι. Δυστυχώς δεν είναι δυνατόν να αποδειχθεί αν έχει κτιστεί με λιθοδομή ή έχει σκαφτεί στο φυσικό σκληρό πέτρωμα.  Φαίνεται ότι πρόκειται για μια κοινόχρηστη στέρνα που εξυπηρετούσε το πιθανότερο τις ανάγκες τόσον του οικισμού, όσον και του γειτονικού πάντοτε μικρομονάστηρου, αφού ποτέ δεν ήταν προστατευμένο από περίβολο ώστε να είχε μέσα σε αυτό  κατασκευασμένη τη δική του κινστέρνα. Η συγκεκριμένη στέρνα γέμιζε το πιθανότερο, όπως διακρίνεται και από τη διαμόρφωση του στομίου, από τις φυσικές απορροές των όμβριων υδάτων. Το μέγεθός της αποδεικνύεται ότι είναι αρκετά μεγάλο, αφού έχει όγκο περίπου 360-370 Μ3. Στους μετέπειτα χρόνους φαίνεται ότι έχει χρησιμοποιηθεί και από τους βοσκούς της περιοχής για να ποτίζουν τα ζώα τους όπως βεβαιώνουν και οι πέτρινες ποτίστρες-γούρνες. Σήμερα είναι τελείως ξερή. Όμως γεμίζει από τις κάθε λογής ακαθαρσίες  που απορρίπτουν διάφοροι αδαείς. Θεωρώ όμως ότι εμφανίζει σημαντικό πολλαπλό ενδιαφέρον για την ιστορία της ίδιας της πόλης της Μάνδρας, αλλά και ως πόλος έλξης για την τουριστική αξιοποίηση της ευρύτερης περιοχής της γενικότερα, και αξίζει να καθαριστεί, να προστατευθεί από την καταστροφή, και να αναδειχθεί η χρησιμότητά και η χρηστικότητά της διαμέσου μάλιστα και των σχολείων της περιοχής, με την ευκαιρία και της κοντινής εορτής του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου.

Στέλιος Μουζάκης

Ιστορικός ερευνητής πολιτισμών


[1] Βλ. Πρόχειρα. Σεβαστή Χαβιάρα-Καραχάλιου, «Υποβοηθούμενη αναπαραγωγή-ευγονική. Οδηγίες σε ιατροσοφικό κώδικα του 18ου αιώνα από τη Θάσο», Β΄ Διεθνές Συνέδριο Βαλκανικών Ιστορικών Σπουδών. Η Καβάλα και τα Βαλκάνια. Η Καβάλα και το Αιγαίο, 15-18 Σεπτεμβρίου 2005, Πρακτικά, Καβάλα 2007,σ.191. Οι οδηγίες για το πηγάδι καταγράφονται στις σελίδες 30-31 του κώδικα.

[2] Για τις απορροές και τη σχετική νομοθεσία βλ. Στέλ. Μουζάκης, Υδροκίνητες Προβιομηχανικές Εγκαταστάσεις και η διαμόρφωση Φεουδαλικού Δικαίου στη Δυτική, Βυζαντινή και Οθωμανική Οικονομία και Κοινωνία. Βυζαντινοί –Μεταβυζαντινοί μύλοι και ιστορία, Αθήνα 2008,σ.25-35.

[3] Για την ιστορία και την αποκατάσταση της μορφής της μονής και του καθολικού έχω έτοιμη προς εκτύπωση σχετική μονογραφία.

[4] Βλ. Στέλιος Μουζάκης, Ο Άγιος Γιάννης ο Πρόδρομος στον Κορακά, Μάνδρα 2003.

[5] Στέλιος Μουζάκης, Ο Άγιος Γιάννης ο Πρόδρομος στον Κορακά, Μάνδρα 2003,σ.38