Ξεκινώντας τούτη την εποχή από εδώ και πολλά χρόνια για τις ατελείωτες περιπλανήσεις μου στα βουνά, τις σπηλιές, τις εξοχές και τα ποτάμια της Αττικής γης, και όχι μόνον, ψάχνοντας για τα άγνωστα ξωκλήσια της και για κόσμους ξεχασμένους μακρινούς σκέφτηκα τις αλλαγές και τις καταστροφές που μετρώ από χρόνο σε χρόνο πάνω στα παραμελημένα αυτά μνημεία.[1] Έχει ενδιαφέρον να αναφερθώ σε μια χαρακτηριστική περίπτωση αλλαγής του φυσικού και ιδιαίτερα του φυτικού περιβάλλοντος όπως αυτή βγαίνει από τις μαρτυρίες και τις φιλολογικές πηγές. Ταυτόχρονα αξίζει να πούμε και λίγα λόγια για το άγνωστο, μικρομονάστηρο της Παναγιάς της Ρεματιάς ή είναι γνωστή σήμερα ως Παναγιά η Χελιδωνού στη περιοχή της Κάτω Κηφισιάς. Δεν είναι πολύ μακριά από την έξοδο της Αττικής οδού στην Εθνική οδό και θα μπορούσε να αποτελέσει μια μικρή δροσερή πρωινή ή και απογευματινή απόδραση.Τη παλιά εποχή είναι γνωστό ότι ο Κηφισσός ποταμός τροφοδοτούτανε με άφθονο και γάργαρο νερό από τις πηγές του στο βράχο του Κοκκιναρά, ψηλά στην Κηφισσιά. Κατηφορίζοντας στο διάβα του πότιζε ασταμάτητα και ανάσταινε με τη θεϊκή του δύναμη τη παρόχθια βλάστηση και τις γύρω καλλιέργειες. Σύγχρονα δημιουργούσε με τα σκαμπανεβάσματα της κοίτης του μικρούς καταρράκτες όπου έσκυβαν από πάνω τους και τους σκέπαζαν δασύφυλλα δένδρα και μυρωδάτα λουλούδια κρύβοντας από τα βέβηλα μάτια των θνητών «τα κορμιά και τα παιχνίδια με το νερό των θεών και των νυμφών». Η ροή του αυξανότανε και με νερά από άλλες πηγές που ξεχύνονταν από αυτό το ευλογημένο Αττικό χώμα.Αρκετοί ήταν και οι Δήμοι ιδιαίτερα στην περιοχή της Διάκριας, όπως ονομαζότανε η προς τα βορειοδυτικά περιοχή της Αττικής, οπού ήταν στενά δεμένοι με τον Κηφισσό. Μια τέτοια περιοχή που είχε αρκετές πηγές είναι και η θέση που σήμερα είναι γνωστή ως Μονομμάτι, Άλλωστε και το τοπωνύμιο, αυτό ακριβώς υπονοεί μάτι νερού, μια πηγή νερού και προέρχεται από την παρουσία της παλαιάς πηγής. Βέβαια άλλοι θεωρούν ότι προέρχεται από το χαρακτηριστικό του Τούρκου Μπέη που είχε τσιφλίκι του αργότερα την περιοχή.Στη θέση αυτή λοιπόν σ’ ένα μικρό πλάτωμα της όχθης του Κηφισού από την ύπαρξη των πηγών δημιουργήθηκε με το πέρασμα των χρόνων ένα μονοθάλαμο σπήλαιο όπου μέσα του ανέβλυζε νερό. Η κοντινή λατρεία της Αρτέμιδας στο Μαρούσι -η Αμαρυσία Αρτέμιδα για την οποία θα μιλήσουμε μιαν άλλη φορά- άφησε τα ίχνη της με τις λατρευτικές της κόγχες και στο μικρό αυτό σπήλαιο. Αργότερα, με την επικράτηση του Χριστιανισμού αυτό μετατράπηκε σε χώρο λατρείας της Παναγιάς, όπως γινόταν συνήθως και τέλος κατά τον 14ο αιώνα, καθαγιάστηκε με το χτίσιμο κολλητά με το σπήλαιο του καθολικού του μικρομονάστηρου, που αφιερώθηκε στη Παναγιά και επειδή βρισκόταν πάνω στη ρεματιά πήρε και το επίθετο της Ρεματιάς. Έτσι είναι το μοναδικό καθολικό στην Αττική στο οποίο έχει προσαρτηθεί σπήλαιο. Το προσωνύμιο Χελιδωνού το οφείλει σύμφωνα με παραδόσεις, σε κάποια επιδρομή Οθωμανών όπου οι καλογριές από το φόβο τους μη τις ατιμάσουν ζήτησαν από την Παναγία να τις κάμει χελιδόνια. Έγιναν, και πέταξαν μακριά. Κάποιοι άλλοι το θεωρούν ως αποτέλεσμα θαύματος της Παναγίας όταν παιδάκι μουγκό που βρισκόταν στην εκκλησία βλέποντας ένα χελιδόνι να φτεροκοπά, φώναξε: χελιδόνι -χελιδόνι. Εδώ συναντάμε και την παλαιότερη κτιστή καμάρα που σώζεται στην Αττική, ήδη από τον 15ο αιώνα. Είναι το άνοιγμα επικοινωνίας μεταξύ του σπηλαίου και του καθολικού. Το σπήλαιο αργότερα με την ανάπτυξη του μοναστηριού, διαμορφώθηκε σε Φωτάναμα[2], χώρος αναγκαίος για τους μοναχούς κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Το νερό που ανέβλυζε μέσα στη σπηλιά από την πηγή θεωρήθηκε με το πέρασμα των χρόνων ως άγιασμα. Όμως η αλλαγή αυτή δεν έφερε καμία καταστροφή στο φυσικό η φυτικό περιβάλλον. Τα νερά συνεχίσανε να τρέχουν και τα δασύφυλλα πλατάνια που σκέπαζαν το σπήλαιο εξακολούθησαν να σκεπάζουν το μικρό καθολικό ακόμη και όταν αργότερα καταστράφηκε από τους Ασιάτες κατακτητές και ξανακτίστηκε μετά τον 18ο αιώνα. Αυτά ακριβώς τα πλατάνια και οι πέντε βρύσες της την έκαναν πασίγνωστη στα χωριά της Αττικής και θεωρείτο σαν μια από τις ωραιότερες και δροσερότερες τοποθεσίες στην Αττική. Εδώ στις δέκα πέντε Αύγουστου κάθε χρόνο, μαζευόντουσαν από τα γύρω χωριά Μενίδι - Κουκουβάουνες - Μαρούσι και γλένταγαν με ψητά αρνιά, τραγούδια, χορούς και γαϊδουροκαβαλαρίες χωρίς βέβαια να λείπουν ενίοτε και τα δράματα. Πολλές φορές μάλιστα εξυπηρέτησε ο χώρος του μοναστηριού τους Αθηναίους ειδικότερα σε εποχές λοιμών όπως θα δούμε σε μιαν άλλη ευκαιρία. Και πράγματι ήταν περίφημα τα πλατάνια[3] της Χελιδωνούς. Χιλιόχρονα με κορμό που δεν τον αγκάλιαζαν τρείς άνδρες, πελώρια, με πυκνά φυλλώματα, σκαλωμένα πάνω στη πλαγιά, πάνω και δίπλα από τις πηγές της Χελιδονούς, όπου αμέτρητα πουλιά τιτίβιζαν μέσα στα πυκνά φυλλώματα. Εδώ το γλυκόλαλο αηδόνι (υπήρχαν πολλά τότε αηδόνια στη περιοχή του Κηφισσού) τραγουδούσε το μελωδικό σκοπό του, πετώντας, ανάμεσα στα σχίνα, τις μυρτιές, τους αγριοκισσούς και τις δάφνες που ανέβαιναν και τύλιγαν τα πλατάνια, και που δημιουργούσαν ένα αδιαπέραστο φυτικό πράσινο φράκτη. Όμως όλα τα πλατάνια τα ξεπερνούσε αυτό που βρισκότανε μπροστά στο πλάτωμα της εκκλησιάς. (φωτογ. 1). Πιο μεγάλο, πιο δυνατό, θρυσσομανούσε και αντιστεκότανε στο βοριά, που σφύριζε μέσα στο διάσελο του Κηφισσού ποταμού. Εκείνο όμως που το έκανε το πρώτο, ήταν η πελώρια κουφάλα του. Η κουφάλα που μέσα της ζούσε ο φοβερός Δράκος[4], που για βασίλειό του είχε το πυκνό ρουμάνι του Κηφισσού, και που μια φορά κάθε δέκα χρόνια έβγαινε σεργιάνι στο βασίλειο του, και αλλοίμονο σ' όποιον τον συναντούσε. Όμως αυτό δεν εμπόδιζε τους επισκέπτες, που ήταν πολλοί και σημαντικοί αφού ήταν πάνω στο πέρασμα προς Πάρνηθα και Τατόι, να πίνουν το καφεδάκι τους το καλοκαίρι καθισμένοι μέσα στη κουφάλα του οπού χώραγε ένα τραπεζάκι με πέντε καρέκλες. Ούτε τον πανέξυπνο καφετζή που «το χειμώνα το έκανε σταύλο και παχνί για το άλογο του[5]Όμως, όσο τα χρόνια περνούσαν, αντί αυτή η πανώρια ομορφιά να διατηρηθεί και να μεγαλώσει καταστράφηκε, όπως συνηθίζεται άλλωστε και τώρα, λες και μοναδική απασχόληση των νεοελλήνων είναι να καταστρέφουν κάθε τι ωραίο.Ο Έντμοντ Αμπού στο βιβλίο του για την Ελλάδα κάνει μια ωραία παρατήρηση, για τη συνήθεια αυτή. «Ακολούθησα μια μέρα επί τρείς ή τέσσαρες ώρες τη κοίτη του Σαρανταπόταμου: Είναι ένα ποτάμι της Λακωνίας. Είναι εκεί, ίσως χίλια πλατάνια, όλα πελώρια, όλα ρωμαλέα και όλα με μια σπάνια ομορφιά. Δεν υπήρχαν ούτε ένα που να μην έχουν δοκιμάσει να το κόψουν από τη ρίζα του[6]. Αυτό δυστυχώς συνέβη και με τα πλατάνια της Χελιδονούς. Τα έκοψαν από τη ρίζα για ξύλα οι Μενιδιάτες. Και η απαραίτητη δικαιολογία: «Σ’ ένα χειμώνα βαρύ της Κατοχής». Μετά τη κατοχή και επειδή συνεχίζονταν τα πανηγύρια, στο χώρο του μοναστηριού φύτεψαν στη θέση των πλατάνων μερικούς ευκαλύπτους όπου με το πλούσιο υδάτινο υπέδαφος γρήγορα γιγαντέψανε και σκεπάσανε μαζί με τα λιγοστά πεύκα και τις πυκνές βατομουριές το μικρό καθολικό (Φωτ. 2). Εδώ κτύπησε γεωτρήσεις η εταιρεία Υδάτων τότε Ούλεν και στράγγιξε όλο το διαθέσιμο νερό. Έκαμε υδρομάστευση. Σύγχρονα όμως μπαζώθηκε και η ρεματιά και ανοίχθηκε ο δρόμος πριν λίγα χρόνια. Μέσα στη κοίτη του Κηφισσού χτίστηκαν κέντρα διασκέδασης και έτσι εκεί που κελαηδούσαν τα γλυκόλαλα αηδόνια σήμερα ακούμε τις στρίγγλες των νυχτερινών τραγουδιστών συνοδεία λαϊκής ορχήστρας. Όμως και οι καταστροφικές πυρκαγιές πριν λίγα χρόνια δεν ξέχασαν το χώρο της Χελιδωνούς που κάηκε, ευτυχώς, όχι σε μεγάλη έκταση. Αυτή είναι με λίγα λόγια η περιβαλλοντολογική ιστορία ενός τμήματος του ποταμού Κηφισσού. Του Κηφισσού που κάθε βήμα του έχει να διηγηθεί αμέτρητες ιστορίες και που στο διάβα του βρίσκουμε τα χνάρια μνημείων αλλοτινών χρόνων, όπως υδροκίνητων προβιομηχανικών εγκαταστάσεων[7]- υδρόμυλων- τελευταίοι απόηχοι εποχών που χάθηκαν, δυστυχώς, ανεπίστρεπτα. Μα και του κάθε τόπου, όπου είχε σχέση με υδάτινο δυναμικό. Όμως με αυτά θα ασχοληθούμε μιαν άλλη φορά. Πάντως τελειώνοντας, θεωρώ ότι έχει ενδιαφέρον να γνωρίσετε το μικρομονάστηρο με τις ωραίες σε δύο στρώματα τοιχογραφίες του, του 1596 και του 18ου αιώνα και το σπήλαιό του.
Στέλιος Μουζάκης-Ιστορικός -ερευνητής πολιτισμών
[1]Στέλιος Μουζάκης- Αναστασία Καλάη –Μουζάκη, Ο δίκλιτος ναΐσκος της Αγ. Άννας στο Κτυπητό –Κουκουβάουνες, Αθήνα 1980. Στέλιος Μουζάκης, Το άγνωστο φωτάναμα της Ζωοδόχου Πηγής της Χελιδωνούς, Αθήνα 1981.[2] Στέλιος Μουζάκης, «Τα φωτανάματα στα βυζαντινά και μεταβυζαντινά μοναστηριακά συγκροτήματα. Συμβολή στη μοναστηριακή αρχιτεκτονική», Βυζαντινός Δόμος 2(1988),σ. 96-106. Στέλιος Μουζάκης, «Το φωτάναμα της Μονής Μουνδών στη Χίο. Συμβολή στη νησιώτικη μοναστηριακή αρχιτεκτονική», Τετράμηνα (Άμφισσα 1994),σ.3920-3929.[3] Δημ. Καμπούρογλους, Ο Αναδρομάρης της Αττικής, Αθήναι 1920,σ.23 [4] Νικόλ. Γ. Πολίτης, «Ακριτικά Άσματα», Λαογραφία Ι(1934), σ.194.[5] Στέλιος Μουζάκης, Το μικρομονάστηρο της Παναγίας Ζωοδόχου Πηγής Χελιδωνούς. Λαογραφία – Παράδοση. Αρχιτεκτονική. Αθήνα .[6] Έντμουντ Αμπού, Η Ελλάδα του Όθωνα, μετ. Α. Σπήλιου, Αθήνα χ.ε.ε., σ.103. [7] Στέλιος Μουζάκης, Σχεδίασμα χωρίων Λεκανοπεδίου Αττικής, Αθήνα 1994,σ.180-195, όπου η περιγραφή των νερόμυλων του Κηφισσού ποταμού.